- λεοντοφυής
- λεοντο-φῠής, ές,A of lion nature,
ἄγρα E.Ba.1196
(lyr.); κυλίκιον . . ὦτα ἔχον -φυᾶ Roussel Cultes Egyptiens p.235 (Delos, ii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἄγρα E.Ba.1196
(lyr.); κυλίκιον . . ὦτα ἔχον -φυᾶ Roussel Cultes Egyptiens p.235 (Delos, ii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λεοντοφυής — λεοντοφυής, ές (Α) αυτός που έχει φύση λιονταριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο) * φυής (< φυή, ἡ, ή φύος, τὸ), πρβλ. μεγαλο φυής, ταυρο φυής] … Dictionary of Greek
λεοντοφυᾶ — λεοντοφυής of lion nature neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) λεοντοφυής of lion nature masc/fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λεοντ(ο)- — (AM λεοντ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής, που ανάγεται στη λ. λέων (θ. λεοντ ) και έχει τη σημ. ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στο λιοντάρι (πρβλ. λεοντάγχης, λεοντοβότος, λεοντομάχος) ή έχει χαρακτηριστικά… … Dictionary of Greek